δυναμικό

δυναμικό
το
1. (φυσ.), το ποσό του έργου που παράγει μια δύναμη.
2. το φορτίο που έχει ένα σώμα, όταν ενεργεί επάνω του μια δύναμη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δυναμικό — (Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροκινητικό δυναμικό — Σύμφωνα με τη θεωρία του Ότο Στερν, η ηλεκτρική στιβάδα στη συνοριακή περιοχή μεταξύ ενός στερεού και ενός υγρού σώματος αποτελείται από δύο τμήματα. Στο ένα, που έχει κατά προσέγγιση πάχος ενός ιόντος (οριακό στρώμα) παρατηρείται μία απότομη… …   Dictionary of Greek

  • βιοηλεκτρικό δυναμικό — ηλεκτρικό ρεύμα ασθενούς τάσης που παρατηρείται σε ζωικούς και φυτικούς ιστούς και αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη γνωρίσματα της ζωντανής ύλης …   Dictionary of Greek

  • βιοτικό δυναμικό — Ο ρυθμός αύξησης ενός πληθυσμού οργανισμών. Θεωρητικά, όταν υπάρχουν όλες οι κατάλληλες προϋποθέσεις (αρκετή τροφή και χώρος), ο πληθυσμός ενός είδους αυξάνεται εκθετικά στον χρόνο σύμφωνα με την αντίδραση r = dN/N dt, στην οποία το r παριστά το… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • ισοδυναμικός — ή, ό 1. αυτός που σε όλα του τα μέρη το δυναμικό έχει την ίδια τιμή 2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) φρ. α) (γεωφ.) ισοδυναμικές (ενν. καμπύλες) καμπύλες που συνδέουν όλους τους τόπους που έχουν την ίδια μαγνητική ένταση β) (ηλεκτρολ.) ισοδυναμική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”